κηροδόχος

κηροδόχος
-ο (Α κηροδόχος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος»)
2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» — ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος
(κατά τον Ησύχ.) «σμήνη, οἱ κηροδόχοι τῶν μελισσῶν» — δηλ. οι θήκες τής κηρήθρας, στις οποίες οι μέλισσες αποθέτουν το κερί που παράγουν, ανάμικτο με το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχος, τεφρο-δόχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”